ονειρισμός

ονειρισμός
ο
(ιατρ.-ψυχολ.) οξύ παραλήρημα στο πλαίσιο μιας συγχυτικής κατάστασης που συνίσταται σε συγκεκριμένες κινητές παραστάσεις, όπως είναι τα όνειρα, αλλά με έντονο αισθητικό και δραματικό χαρακτήρα, που έχει ως αποτέλεσμα την έντονη βίωσή τους από το άτομο και είναι λοιμώδους ή τοξικής —λόγω χρήσης ναρκωτικών— προέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρο + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”